- γούργουλας
- ο1. φάρυγγας2. στενός λαιμός αγγείου3. ναργιλές.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ηχομιμητική].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουργούρι — το ο γούργουλας … Dictionary of Greek
γούργουρος — και γούργουρας, ο (Μ γούργουρος) ο γούργουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ονοματοποιημένη από τον ήχο γουρ γουρ ή, κατ άλλους, από το λατ. gurgulio] … Dictionary of Greek